κωμήτης

κωμήτης
κωμήτης, ὁ θηλ. κωμῆτις, -ιδος, δωρ. τ. αρσ. κωμέτας (Α) [κώμη]
1. κάτοικος κώμης («τῶν ἄλλων γεωργῶν τε και κωμητῶν», Πλάτ.)
2. γείτονας («ἡ γ' ἐμὴ κωμῆτις», Αριστοφ.)
3. (γενικά) κάτοικος («ξένοι, Φεραίας τῆσδε κωμῆται χθονός», Ευρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κωμήτης — villager masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμητῶν — κωμήτης villager masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμήταις — κωμήτης villager masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμήτου — κωμήτης villager masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμήτῃσιν — κωμήτης villager masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμήτας — κωμήτᾱς , κωμήτης villager masc acc pl κωμήτᾱς , κωμήτης villager masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • кметь — витязь, знатный человек, вольный сельский житель, воин, дружинник , стар., др. русск. къметь витязь (СПИ, Ипатьевск. летоп. и др.), укр. кмiть вольный, зажиточный крестьянин , болг. кмет (сельский) староста , сербохорв. кме̏т: сербск. всеми… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κωμέτας — κωμέτας, α, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κωμήτης …   Dictionary of Greek

  • κωμήτις — κωμῆτις, ήτιδος, ἡ (Α) βλ. κωμήτης …   Dictionary of Greek

  • κωμήτωρ — κωμήτωρ, ορος, ὁ (Α) [κώμη] κωμήτης* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”